ασημοπρόσωπος

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
εκείνος του οποίου το πρόσωπο έχει ασημένιο χρώμα («ασημοπρόσωπο φεγγάρι»).