ασκημόθωρος

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει άσχημη εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσκημος + θωριά].