ασκοδέτης

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

ἀσκοδέτης, ο (Α)
λουρί με το οποίο δένουν τα ασκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + -δέτης < δέω (Ι) «δένω»].