Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
ἀσκοδέτης, ο (Α)λουρί με το οποίο δένουν τα ασκιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + -δέτης < δέω (Ι) «δένω»].