ατριβής
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
Greek Monolingual
ἀτριβής, -ές (AM)
1. αυτός που δεν έχει υποστεί τριβή
2. (για τόπους) δίχως «τρίβον», αδιάβατος
3. (για δρόμους) αυτός που δεν χρησιμοποιείται πολύ, απάτητος
4. αμεταχείριστος, πρόσφατος
5. (για τον τράχηλο ζώου) που δεν φέρει ζυγό
6. μη εξασκημένος σε κάτι, αγύμναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -τριβής < τρίβώ].