αυτόδικος

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α αὐτόδικος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που διαπράττει αυτοδικία
αρχ.
(για πόλεις ή περιοχές) εκείνος που έχει δικό του δίκαιο, δικιά του νομοθεσία.