αφάγωτος
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει φάει, ο νηστικός
2. αυτός που δεν έχει φαγωθεί
3. ακατάλληλος να φαγωθεί
4. εκείνος που δεν έχει καταναλωθεί ή ξοδευτεί.