αφηνιάζω

Greek Monolingual

(AM ἀφηνιάζω) ηνία
(για τα υποζύγια, και κυρίως τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα ηνία, αρνούμαι να υπακούσω στον αναβάτη
αρχ.-μσν.
εξεγείρομαι, στασιάζω
νεοελλ.
(για ανθρώπους)
1. παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, αντιδρώ βίαια και παράλογα
2. επιδίδομαι ασύστολα σε άσεμνες πράξεις
3. γίνομαι έξω φρενών
4. (η μτχ. ως επίθ. ή ουσ.) αφηνιασμένος
αυτός που έχει χάσει τον αυτοέλεγχο, ο μανιασμένος.