αχλυηφόρος

From LSJ

κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place

Source

Greek Monolingual

ἀχλυηφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρνει αχλύ, σκοτάδι.