αχρήμων

From LSJ

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64

Greek Monolingual

ἀχρήμων, -ον (Α) χρήμα
αυτός που δεν έχει χρήματα, ο φτωχός.