αχρήμων

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212

Greek Monolingual

ἀχρήμων, -ον (Α) χρήμα
αυτός που δεν έχει χρήματα, ο φτωχός.