αἰολόδερμος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Greek (Liddell-Scott)
αἰολόδερμος: -ον, ὁ ἔχων ποικίλον δέρμα, Ψευδο-Θεόκρ. ἐν Βοασσον. Βουκ. 268.
Spanish (DGE)
-ον de piel moteada Gr.Naz.M.37.766.
German (Pape)
mit buntem Felle, sp.D.
αἰολόδερμος: -ον, ὁ ἔχων ποικίλον δέρμα, Ψευδο-Θεόκρ. ἐν Βοασσον. Βουκ. 268.
-ον de piel moteada Gr.Naz.M.37.766.
mit buntem Felle, sp.D.