αἱμόχροος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
αἱμόχροος: οον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἐρυθρὸς ὡς τὸ αἷμα, Ἰωάν. Εὐχ. ἐν Μουστοξ. Ἀνεκδ. σ. 2.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. -χρους, -ουν Ps.Callisth.57.19
1 sanguinolento ὕδωρ Ps.Callisth.l.c.
2 colorado παρειαί Physiog.2.227.