γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
αἱματώδης, αἱματηρός, δίαιμος, αἱμάτινος, αἱματώψ, αἱμαλώδης, αἱμόχροος