αὐτοκέφαλος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκέφαλος: -ον, παρ’ Ἐκκλ. ἐπὶ ἀρχιεπισκοπῶν ἢ ἀρχιεπισκόπων ἀνεξαρτήτων ἀπὸ τῆς πατριαρχικῆς δικαιοδοσίας, τοῦ αὐτοκεφάλου ἀρχιεπισκόπου τῆς Κυπρίων νήσου Χρυσόβουλλον Ἀλέξ. Κομν. παρὰ Montfauc. Bibl. Coisl. σ. 103, 47, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
autónomo de las iglesias no sometidas a los patriarcas, Theod.Lect.Epit.436, cf. αὐ. per se ipsos habent caput, Gloss.5.210.