βάθη

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

η βάθος
1. βαθειά καλλιέργεια της γης
2. αγρός βαθιά οργωμένος.