βαμβακερός
From LSJ
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
Greek Monolingual
και μπαμπακερός, -ή, -ό (Μ βαμβακερός και βαμπακερός και παμπακερός, -ή, -όν)
1. κατασκευασμένος από μπαμπάκι
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βαμβακερά, τα
υφάσματα ή ενδύματα από μπαμπάκι.