βασιλείδιον
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ου, τό
rey pequeño de estatura reyecito οὐ γὰρ βασιλεῖς, ἔφασαν, ἄμμιν ἀλλὰ βασιλείδια γεννάσει ref. a la descendencia de Arquidamo, Thphr.Fr.141, cf. Plu.2.1d.
German (Pape)
[Seite 436] τό, dim. von βασιλεύς, kleiner König, Plut. Ages. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit roi, roi de petite taille.
Étymologie: dim. de βασιλεύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βασιλείδιον -ου, τό βασιλεύς demin., koninkje.
Russian (Dvoretsky)
βᾰσῐλείδιον: τό царек Plut.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσῐλείδιον: τό,ὑποκορ. τοῦ βασιλεύς, μικρὸς βασιλεύς, Πλούτ. Ἀγησ.2.
Greek Monolingual
βασιλείδιον, το (Α) βασιλεύς
μικρόσωμος βασιλιάς.
Greek Monotonic
βᾰσῐλείδιον: τό, υποκορ. του βασιλεύς, μικρός βασιλιάς, σε Πλούτ.