ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρία → your safety altogether depends upon the sea
(AM βεβηλῶ, -όω) βέβηλοςκαθιστώ κάτι βέβηλο, μιαίνω, δεν σέβομαι την ιερότητά τουαρχ.-μσν.καταλύω, αθετώ («βεβηλοῦντα τὸ Σάββατον»).