βελονοποιός
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
Greek Monolingual
ο
κατασκευαστής βελονών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνα + -ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικολάου Κοντοπούλου].