καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
βινῶ (-έω) (Α)
γαμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ. με όμοιο σχηματισμό προς τα δινώ, κινώ. Υποστηρίχτηκε η σχέση της λ. με τη λ. βία που δεν αποδεικνύεται όμως ετυμολογικά ή και σημασιολογικά. Η υπόθεση συσχετισμού με το δινώ προσκρούει σε σημασιολογικές δυσκολίες].