βληχώμαι

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

βληχῶμαι (-άομαι) (Α)
1. (για πρόβατα και σπανιότερα για γίδια) βελάζω
2. (για νήπια) κλαίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βληχή.