Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βελάζω

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

και μπελάζω
1. (για πρόβατα και γίδια) βγάζω τη χαρακτηριστική φωνή μπε, μπε
2. (για άνθρωπο) α) σκούζω, θρηνώ
β) ζητώ κάτι μ' επιμονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένο ρ. από το βε ή μπε, χαρακτηριστικό της φωνής των προβάτων].