βοηδρομώ

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”

Source

Greek Monolingual

βοηδρομῶ (-έω) (Α)
1. τρέχω προς αυτόν που φωνάζει για βοήθεια, σπεύδω να βοηθήσω
2. τρέχω κραυγάζοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βοηδρόμος. Το ρ. βοηδρομώ σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθώ].