βούισμα

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source

Greek Monolingual

το
1. βοή, βουητό
2. δυσφημιστική ή αποδοκιμαστική διάδοση εις βάρος κάποιου.