βρομόνερο

From LSJ

Πανήγυριν νόμιζε τόνδε τὸν βίον → Mercatum crede tempus hoc, quod vivitur → Als eine Festversammlung sieh dies Leben an

Menander, Monostichoi, 444

Greek Monolingual

και βρομονέρι, το
1. θειούχα πηγή ή τέλμα προερχόμενο από τέτοια πηγή
2. ακάθαρτο, βρόμικο νερό.