βυνώ
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Greek Monolingual
βυνῶ (-έω) (Α)
βύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βύω].
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
βυνῶ (-έω) (Α)
βύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βύω].