βύσσινο

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

Greek Monolingual

το
1. ο καρπός της βυσσινιάς
2. φρ. «να λείπει το βύσσινο» — για την αποποίηση προσφοράς που κρίνεται περιττή ή ασύμφορη ή και επικίνδυνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. επίθ.) βύσσινος (< βύσσος)].