γάλος

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

ο
διάνος, ινδική όρνιθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gallo].