γήθομαι

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source

Greek Monolingual

γήθομαι (AM)
βλ. γηθέω.

Russian (Dvoretsky)

γήθομαι: Sext., Anth. = γηθέω.