[Seite 472] ἡ, ein der Nessel ähnliches Kraut, Diosc.
γαλίοψις: -εως, ἡ, εἶδος φυτοῦ νεκροῦ φέροντος ὀρθίας τρίχας ἀκανθιζούσας (κνίδης εἶδος), Διοσκ. 4. 95.
ηβλ. γαλέοψις.