γαλέοψις

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Spanish (DGE)

v. γαλήοψις.

Greek Monolingual

και γαλίοψις, η (Α γαληόψις)
ονομασία Αγγειόσπερμων Δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας τών Χειλανθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + όψις].