γαλέοψις

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644

Spanish (DGE)

v. γαλήοψις.

Greek Monolingual

και γαλίοψις, η (Α γαληόψις)
ονομασία Αγγειόσπερμων Δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας τών Χειλανθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + όψις].