γαλακτωματώδης

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

–ες
αυτός που μοιάζει με γαλάκτωμα.