γαλάκτωμα

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331

Greek Monolingual

το
1. ετερογενές σύστημα το οποίο προκύπτει με διασπορά ενός υγρού με τη μορφή πολύ λεπτών σταγονιδίων σε άλλο υγρό μη αναμίξιμο με το πρώτο
2. φρ. «υδατικό γαλάκτωμα» — εκείνο στο οποίο χρησιμοποιείται το νερό ως μέσο διασποράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Νικ. Κοντόπουλου].