γαστρικός

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source

Spanish (DGE)

-ή, -όν
sent. dud., dicho de dos tipos de resina ῥητίνη γ. Hippiatr.96.23, μάννα λιβάνου γαστρικῆς Hippiatr.130.47.

Greek Monolingual

-ή, -ό
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο στομάχι.