γαυνάκιον

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Spanish (DGE)

-ου, τό
capa o manto de tejido grueso PAmh.144.22 (V d.C.), cf. tb. γονάχιον.