γεράεσσι

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

French (Bailly abrégé)

dat. pl. poét. de γέρας.

Russian (Dvoretsky)

γεράεσσι: (ν) Hes. (= γέρασι) dat. pl. к γέρας.