γεροκούσαλο

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

το
ο πολύ γερασμένος, όποιος έχει καταβληθεί τελείως από τα γεράματα.