γεωσκόπος

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek Monolingual

ο
1. επιστήμονας ο οποίος ασχολείται με τη γεωσκοπία
2. αυτός που ασκεί τη μαντική με βάση τη γεωσκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -σκοπος < σκοπός.