Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
και γεροκομώ (-άω) (AM γηροκομῶ, -έω) γηροκόμοςφροντίζω γέροντες και κυρίως τους γονείς μου.