γνωμοδοσία

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
consejo καὶ ταῖς ἑτέρων καρποφορεῖ γνωμοδοσίαις Cyr.Al.M.68.805D, cf. Anecd.Ludw.206.24.

Greek Monolingual

η
η γνωμοδότηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γνωμοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο].