γοατάς

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monolingual

ο
βλ. γοητής.

Greek Monotonic

γοᾱτάς: Δωρ. αντί γοητής.

Russian (Dvoretsky)

γοᾱτάς: adj. m дор. = *γοητής.