γοατάς

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Greek Monolingual

ο
βλ. γοητής.

Greek Monotonic

γοᾱτάς: Δωρ. αντί γοητής.

Russian (Dvoretsky)

γοᾱτάς: adj. m дор. = *γοητής.