γονάτισμα

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188

Greek Monolingual

το (Μ γονάτισμα) γονατίζω
πτώση στα γόνατα, γονυκλισία
νεοελλ.
1. κατάπτωση σωματική ή ψυχική
2. (για φυτά) καταβόλιασμα.