γοργοθάνατος

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που πέθανε πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + θάνατος. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφανο Ξένο].