γουρμάζω

From LSJ

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source

Greek Monolingual

γούρμασμα, γούρμος κ.λπ.
βλ. ωριμάζω, ωρίμασμα, ώριμος κ.λπ.