γυναικούλα

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

Greek Monolingual

η
1. μικρόσωμη γυναίκα
2. συμπαθητική γυναίκα
3. ασήμαντη γυναίκα.