γυναικόκοσμος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
ο
1. πλήθος γυναικών, γυναικομάνι
2. το σύνολο τών γυναικών.
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
ο
1. πλήθος γυναικών, γυναικομάνι
2. το σύνολο τών γυναικών.