γυναικόπαιδα

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

τα (Μ γυναικόπαιδα)
1. γυναίκες και παιδιά
2. το σύνολο του άμαχου πληθυσμού.