δάμναμι

English (Slater)

δάμναμι v. δαμάζω. [κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει. (v. l. δάμναται unde δάπτει δάμναται δὲ coni. Valkenaer.) fr. 222. 2.]