δίχωρος

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Spanish (DGE)

-ον
provisto de dos espacios prob. de un armario ropero de dos cuerpos, PMasp.340ue.41 (biz.).

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο διαιρεμένος σε δύο τμήματα
2. (για σπίτι) το χωρισμένο με μια κάμαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].